- ἐφυσμένος
- ἐφῡ̱σμένος , ἐφύωrain uponperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφύω — ἐφύω (Α) 1. απρόσ. ἐφύει α) βρέχει πάνω σε κάτι β) βρέχει κατόπιν («ἐφύει γὰρ ὅπου ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐφυσμένος, η, ον εκτεθειμένος στη βροχή, βρεγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕω «βρέχω»] … Dictionary of Greek